Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ναός Ηφαίστου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Ναός Ηφαίστου
Χάρτης
Είδοςαρχαίος ελληνικός ναός
ΑρχιτεκτονικήΔωρικός ρυθμός και αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες37°58′32″N 23°43′17″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Αθηναίων
ΤοποθεσίαΘησείο, Αγοραίος Κολωνός και Ηφαιστείον
ΧώραΕλλάδα[1]
Έναρξη κατασκευής5ος αιώνας π.Χ.[2]
Υλικάπεντελικό μάρμαρο και μάρμαρο Πάρου
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα
Commons page Πολυμέσα

Συντεταγμένες: 37°58′32″N 23°43′17″E / 37.9756°N 23.7214°E / 37.9756; 23.7214

Ο ναός του Ηφαίστου: η ανατολική πλευρά με τον πρόναο.
Ο ναός Ηφαίστου: η νότια πλευρά.
Η Δωρική κιονοστοιχία από τη μεριά της Αγοράς.

Ο Ναός του Ηφαίστου (αποκαλούμενος και Θησείο) είναι ένας από τους πλέον διατηρημένους αρχαίους ναούς του ελληνικού χώρου. Ήταν αφιερωμένος στο θεό Ήφαιστο και στην Εργάνη Αθηνά. Βρίσκεται στην περιοχή του Θησείου, που πήρε το όνομά του λόγω της παλιάς, σήμερα αναθεωρημένης απόδοσης του ναού στο Θησέα. Ο ναός του Ηφαίστου είναι προσβάσιμος για το κοινό, καθώς αποτελεί τμήμα του αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Αγοράς. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα διατηρημένα μνημεία της Αγοράς και τον καλύτερα σωζόμενο ναό δωρικού ρυθμού στον Ελλαδικό χώρο.

Ο Ναός αυτός είναι χτισμένος πάνω στο λόφο του Αγοραίου Κολωνού, στο δυτικό μέρος της Αρχαίας Αγοράς, κατά διεύθυνση Ανατολή - Δύση με είσοδο από την Ανατολή. Είναι δωρικού ρυθμού, περίπτερος, εξάστυλος ναός, κτισμένος ίσως από τον αρχιτέκτονα Ικτίνο από πεντελικό μάρμαρο. Έχει 13 κίονες σε κάθε πλευρά μήκους και 6 (συναριθμούμενοι) κατά πλάτος. Ο σηκός του χωρίζεται σε πρόναο, κυρίως ναό και οπισθόδομο. Κτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και αργότερα μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία, μέχρι το 1834, και μουσείο.

Ο ναός είχε σχεδιαστεί και πιθανότατα άρχισε να χτίζεται ήδη από το 449 π.Χ., παράλληλα με τον Παρθενώνα. Η σύλληψή του ανήκει στη γενιά των Μαραθωνομάχων και του Κίμωνα και όχι στο οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή. Στα χρόνια που ακολουθούν σημειώνονται αλλαγές στο σχεδιασμό, γύρω στο 445 π.Χ., είναι όμως σε προχωρημένο στάδιο το έργο, αφού τότε ολοκληρώνονται οι μετώπες με τους άθλους του Ηρακλή και τα γλυπτά του ανατολικού αετώματος. Μεταξύ 445-440 π.Χ. φιλοτεχνείται η δυτική ζωφόρος. Ανάμεσα στο 435 και το 430 π.Χ. χρονολογούνται η ανατολική ζωφόρος, το δυτικό αέτωμα και η διαμόρφωση του εσωτερικού με περαιτέρω αλλαγές στο αρχικό σχέδιο. Το 421 π.Χ. τοποθετούνται η σίμη, τα ακρωτήρια και το λατρευτικό σύμπλεγμα του Ηφαίστου και της Αθηνάς, οπότε πρέπει να ολοκληρώνεται και η στέγη του ναού. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν το 416/5 π.Χ. Ο πιθανότερος λόγος που διήρκεσαν τόσο πολύ οι εργασίες στο ναό του Ηφαίστου είναι ότι με το οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή δόθηκε προτεραιότητα στον Παρθενώνα, από το 447 π.Χ., και στο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, από το 444 π.Χ.

Στην ανατολική πρόσοψη του ναού, που βλέπει προς την Αρχαία Αγορά, ο ανάγλυφος διάκοσμος στις μετώπες απεικονίζει τους άθλους του Ηρακλή, ενώ στο αέτωμα παριστάνεται πιθανόν μια Κενταυρομαχία (μάχη του Θησέα και των Λαπιθών εναντίον των Κενταύρων στο Πήλιο). Στην ανατολική ζωφόρο απεικονίζεται άλλη μια σκηνή μάχης. Η ταύτιση του θέματος δεν είναι σίγουρη και οι διάφορες ερμηνείες προτείνουν μάχη του Θησέα και των Παλλαντιδών, μάχη Ελλήνων και Τρώων στο Σκάμανδρο, όπου ο Ήφαιστος βοήθησε τον Αχιλλέα, ή μάχη του Ερεχθέα και του Ευμόλπου. Στη δυτική πλευρά ο γλυπτός διάκοσμος απεικόνιζε την άλωση της Τροίας στο αέτωμα και το κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου στη ζωφόρο. Οι βόρειες και νότιες μετώπες αποδίδουν επεισόδια από τις περιπέτειες του Θησέα (γουρούνα Κρομμυώνα, Σκίρων, Κερκύων, Περιφήτης, Προκρούστης, Σίνης, ταύρος Μαραθώνα, Μινώταυρος).

Κατά την αρχαιότητα στο εσωτερικό του ναού υπήρχαν χάλκινα αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς κατασκευασμένα από τον Αλκαμένη (421 - 415 π.Χ.).

Χριστιανικός ναός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πότε ακριβώς έγινε η μετατροπή του αρχαίου αυτού ναού σε χριστιανικό δεν έχει επιβεβαιωθεί. Εικάζεται από πολλούς ίσως από τον 7ο αιώνα. Πάντως το 1690 αναφέρεται επίσημα ως χριστιανικός ναός της Αθήνας μέχρι και το 1834, αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο με το χαρακτηριστικό παρωνύμιο «Άη Γιώργης ο Ακαμάτης».

Για το παρωνύμιο αυτό υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η μία είναι να προέρχεται εκ παραφθοράς του ονόματος του γιου του Θησέα και της Φαίδρας, του Ακάμαντα, που εξελίχθηκε σε Ακαμάτη. Μια άλλη άποψη είναι να οφείλεται ακριβώς στην έννοια του ακαμάτη (= αργόσχολου), επειδή επί τουρκοκρατίας λειτουργούσε μόνο μία φορά το χρόνο, ανήμερα της εορτής του Αγίου. Μια τρίτη επίσης εκδοχή είναι να οφείλεται στον επίσκοπο Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτο που ίσως να τέλεσε πρώτος εκεί αρχιερατική λειτουργία. Ακόμα μία εκδοχή είναι ότι το πυρ —το στοιχείο του Ηφαίστου— ονομάζεται και "ακάματον πυρ" και από αυτό προήλθε το όνομα Ακαμάτης. Αυτό αξιολογείται ως ισχυρό στοιχείο, καθώς το ακάματον πυρ αναφέρεται και στην αρχή του Ορφικού ύμνου του Θεού: «Ήφαιστ' ομβριμόθυμε, μεγασθενές, ακάματον πυρ...»

Όπως και να έχει όμως η τελευταία λειτουργία που έγινε στον Άη Γιώργη τον Ακαμάτη ήταν στις 2 Φεβρουαρίου του 1833 όταν τελέσθηκε ο πανηγυρισμός της άφιξης του Όθωνα στην Ελλάδα όπου παρουσία των Αθηναίων και πλήθους άλλου κόσμου ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος έπλεξε το εγκώμιο της ημέρας. Όταν η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της Ελλάδας η κοινοποίηση του σχετικού βασιλικού διατάγματος έγινε σ΄ αυτόν το Ναό που ήταν και η τελευταία δημόσια προσέλευση των Αθηναίων.

Από το 1835 έως το 1874 στέγασε το πρώτο Κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο της χώρας όπου και ο ναός ανέλαβε τον αρχαίο του χαρακτήρα.

Όταν η Αθήνα έγινε η επίσημη πρωτεύουσα της Ελλάδας το 1834, η έκδοση του σχετικού βασιλικού διατάγματος έγινε σε αυτό το ναό, που ήταν ο τόπος δημόσιας προσέλευσης των Αθηναίων. Χρησιμοποιήθηκε ως τόπος ταφής για τους μη Ορθόδοξους Ευρωπαίους κατά τον 19ο αιώνα, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και πολλοί φιλέλληνες που έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1830). Μεταξύ αυτών που ετάφησαν στο χώρο ήταν ο Τζων Τουέντελ (John Tweddel), φίλος του λόρδου Έλγιν, ενώ οι ανασκαφές ανακάλυψαν μια πλάκα από τον τάφο του Τζωρτζ Γουώτσον (George Watson) με ένα επιτάφιο επίγραμμα στα Λατινικά από τον Λόρδο Βύρωνα. Στο χώρο αυτό έγινε ο 1834 η επίσημη υποδοχή, του πρώτου βασιλιά των Ελλήνων, Όθωνα. Ο Όθωνας διέταξε το κτήριο να χρησιμοποιηθεί ως μουσείο, κάτι που συνέχισε να υπάρχει έως το 1934, όταν μετετράπη ξανά σε αρχαίο μνημείο. Έτσι επιτράπησαν εκτεταμένες αρχαιολογικές έρευνες στο χώρο.

Επιρροή του ναού σε άλλα έργα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. Ανακτήθηκε στις 30  Ιουλίου 2018.
  2. odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=6621. Ανακτήθηκε στις 16  Σεπτεμβρίου 2020.
  • Cruciani, C. 1998. I Modelli del Moderato. Naples.
  • Dinsmoor, W. 1941. "Observations on the Hephaisteion", Hesperia Supplements V. Baltimore.
  • Harrison, E. (1977). "Alkamenes Sculptures for the Hephaisteion". American Journal of Archaeology. 81: 137–78. doi:10.2307/503175.
  • Olsen, E. (1938). "An Interpretation of the Hephaisteion Reliefs". AJA. 42 (2): 276–87. doi:10.2307/499672.
  • Thompson, H. (1962). "The Sculptural Adornment of the Hephaisteion". AJA. 66 (3): 339–47. doi:10.2307/501469.
  • "The Temple of Hephaestus" by Leo Masuda Architectonic Research Office

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]